voracious

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: veracious

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

voracious (en)

  1. αδηφάγος, λαίμαργος
  2. (μεταφορικά) που δεν σταματάει να συγκεντρώνει, να μαζεύει (διάφορα πράγματα, γνώσεις, κ.α.)

Παρώνυμα[επεξεργασία]