wdowiec
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]wdowiec (pl) αρσενικό
- ο χήρος
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ δείτε τη λέξη wdowa
wdowiec (pl) αρσενικό
→ δείτε τη λέξη wdowa