weak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός weak
συγκριτικός weaker
υπερθετικός weakest

Επίθετο

[επεξεργασία]

weak (en)

  • αδύνατος, ασθενής
    I feel very weak.
    Νιώθω πολύ αδύνατος.
    weak sight/heart/hearing - αδύνατη όραση/καρδιά/ακοή
    the weak points of a plan/argument - τα ασθενή σημεία ενός σχεδίου/επιχειρήματος
    weak defense - ασθενής άμυνα

Σύνθετα

[επεξεργασία]