witness

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
witness witnesses

witness (en)

ενεστώτας witness
γ΄ ενικό ενεστώτα witnesses
αόριστος witnessed
παθητική μετοχή witnessed
ενεργητική μετοχή witnessing

witness (en)