wymówka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική wymówka wymówki
γενική wymówki wymówek
δοτική wymówce wymówkom
αιτιατική wymów wymówki
οργανική wymów wymówkami
τοπική wymówce wymówkach
κλητική wymówko wymówki

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wymówka (pl) θηλυκό