załoga

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /zaˈwɔɡa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

załoga (pl) θηλυκό

  1. το πλήρωμα (μεταφορικού μέσου)
  2. το προσωπικό (οργανισμού, υπηρεσίας κλπ)