zasada
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zasada | zasady |
γενική | zasady | zasad |
δοτική | zasadzie | zasadom |
αιτιατική | zasadę | zasady |
οργανική | zasadą | zasadami |
τοπική | zasadzie | zasadach |
κλητική | zasado | zasady |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
zasada (pl) θηλυκό