zbyt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
zbyt (pl) αρσενικό
- αγορά, το σύνολο των πιθανών αγοραστών κάποιου προϊόντος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
zbyt (pl)