υφαρπάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
AtouBot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ PAGENAME στις ετυομολογίες αντί για το λήμμα σε έντονα γράμματα
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 62: Γραμμή 62:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|υφαρπαζω}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 06:31, 25 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υφαρπάζω < ὑφ- (ὑπό) + ἁρπάζω

Ρήμα

υφαρπάζω

μου υφάρπαξε τα έγγραφα
  • καταφέρνω να αποσπάσω κάτι από κάποιον με επιτήδειο τρόπο
δεν μπορείς να υφαρπάξεις τη συγκατάθεσή μου

Συγγενικά


Μεταφράσεις