dziać się

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

dziać się (pl)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • συνήθως μόνο στο τρίτο πρόσωπο, ως απρόσωπο ρήμα, παρόμοια με το ελληνικό