Μάρτυρας του Ιεχωβά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
Μάρτυρας του Ιεχωβά αρσενικό, θηλυκό
- (θρησκεία) μέλος του θρησκεύματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μάρτυρας του Ιεχωβά