przekazywać
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
przekazywać (pl) (μη τετελεσμένο), (τετελεσμένο - przekazać)
przekazywać (pl) (μη τετελεσμένο), (τετελεσμένο - przekazać)