peintre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
peintre (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο / η ζωγράφος
- o μπογιατζής
Δείτε επίσης : Peintre |
peintre (fr) αρσενικό ή θηλυκό