αναιτιολόγητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναιτιολόγητα < αναιτιολόγητος
Επίρρημα[επεξεργασία]
αναιτιολόγητα
- χωρίς καμία δικαιολογία, δίχως αιτιολόγηση, χωρίς αιτία, χωρίς να προκληθεί
- ...απέλυσε ομαδικά και αναιτιολόγητα μόνιμους εκπαιδευτικούς
- Μου επιτέθηκε αναιτιολόγητα, στα καλά καθούμενα, ενώ είμαστε χρόνια φίλες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναιτιολόγητα