αἰνίττομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αἰνίττομαι < αἶνος, συγγενές με το αἴνιγμα (αἰνίγ-j-ομαι)

Ρήμα[επεξεργασία]

αἰνίττομαι και αἰνίσσομαι

  1. αποθετικό με ενεργητική σημασία, μιλώ με υπνοούμενα, με αινίγματα, υπονοώ, υπαινίσσομαι
  2. ως παθητικό