βεγγερίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
βεγγερίζω
- συμμετέχω σε μια βεγγέρα
- ※ Κάθε βράδυ ερχότανε και τους βεγγέριζε ο Αλέξης, ο ανιψιός τους. (Έλλη Αλεξίου Εισβολή άρρενος [διήγημα])
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βεγγερίζω | βεγγέριζα | θα βεγγερίζω | να βεγγερίζω | βεγγερίζοντας | |
β' ενικ. | βεγγερίζεις | βεγγέριζες | θα βεγγερίζεις | να βεγγερίζεις | βεγγέριζε | |
γ' ενικ. | βεγγερίζει | βεγγέριζε | θα βεγγερίζει | να βεγγερίζει | ||
α' πληθ. | βεγγερίζουμε | βεγγερίζαμε | θα βεγγερίζουμε | να βεγγερίζουμε | ||
β' πληθ. | βεγγερίζετε | βεγγερίζατε | θα βεγγερίζετε | να βεγγερίζετε | βεγγερίζετε | |
γ' πληθ. | βεγγερίζουν(ε) | βεγγέριζαν βεγγερίζαν(ε) |
θα βεγγερίζουν(ε) | να βεγγερίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βεγγέρισα | θα βεγγερίσω | να βεγγερίσω | βεγγερίσει | ||
β' ενικ. | βεγγέρισες | θα βεγγερίσεις | να βεγγερίσεις | βεγγέρισε | ||
γ' ενικ. | βεγγέρισε | θα βεγγερίσει | να βεγγερίσει | |||
α' πληθ. | βεγγερίσαμε | θα βεγγερίσουμε | να βεγγερίσουμε | |||
β' πληθ. | βεγγερίσατε | θα βεγγερίσετε | να βεγγερίσετε | βεγγερίστε | ||
γ' πληθ. | βεγγέρισαν βεγγερίσαν(ε) |
θα βεγγερίσουν(ε) | να βεγγερίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βεγγερίσει | είχα βεγγερίσει | θα έχω βεγγερίσει | να έχω βεγγερίσει | ||
β' ενικ. | έχεις βεγγερίσει | είχες βεγγερίσει | θα έχεις βεγγερίσει | να έχεις βεγγερίσει | ||
γ' ενικ. | έχει βεγγερίσει | είχε βεγγερίσει | θα έχει βεγγερίσει | να έχει βεγγερίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βεγγερίσει | είχαμε βεγγερίσει | θα έχουμε βεγγερίσει | να έχουμε βεγγερίσει | ||
β' πληθ. | έχετε βεγγερίσει | είχατε βεγγερίσει | θα έχετε βεγγερίσει | να έχετε βεγγερίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βεγγερίσει | είχαν βεγγερίσει | θα έχουν βεγγερίσει | να έχουν βεγγερίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βεγγερίζω
|