γαελικά ιρλανδικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαελικά ιρλανδικά → δείτε τις λέξεις γαελικός και ιρλανδικός
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
γαελικά ιρλανδικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- → δείτε τη λέξη ιρλανδικά