ενδιαθέτως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδιαθέτως < (ελληνιστική κοινή) ἐνδιαθέτως
Επίρρημα[επεξεργασία]
ενδιαθέτως
- (λόγιο) άλλη μορφή του ενδιάθετα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδιαθέτως
|