καταξοδεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

καταξοδεύομαι (el)

  • σπαταλώ ακρατώς κι αδιακρίτως