μαππάριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαππάριος αρσενικό
- υπάλληλος του βυζαντινού Ιπποδρόμου επιφορτισμένος να κινεί το μαντήλι που σηματοδοτούσε την έναρξη του αγώνα