μεζάτι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεζάτι < οθωμανική τουρκική mezat < αραβική مزاد (mazād, δημοπρασία)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεζάτι ουδέτερο
μεζάτι ουδέτερο