μπρε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπρε < μωρέ
Επιφώνημα[επεξεργασία]
μπρε
- (ιδιωματικό, λαϊκότροπο) μωρέ, βρε
- ↪ Γιατί μπρε του πετάτε πέτρες;
- ↪ Μπρε κουζουλάθηκες;
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- μρε (ιδιωματικό)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπρε
→ δείτε τη λέξη μωρέ |