πολυχρονάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυχρονάω < πολυχρονίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

πολυχρονάω

→ δείτε τη λέξη πολυχρονίζω