πρωταρχινίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρωταρχινίζω < πρωταρχίζω
Ρήμα[επεξεργασία]
πρωταρχινίζω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πρωταρχινίζω | πρωταρχίνιζα | θα πρωταρχινίζω | να πρωταρχινίζω | πρωταρχινίζοντας | |
β' ενικ. | πρωταρχινίζεις | πρωταρχίνιζες | θα πρωταρχινίζεις | να πρωταρχινίζεις | πρωταρχίνιζε | |
γ' ενικ. | πρωταρχινίζει | πρωταρχίνιζε | θα πρωταρχινίζει | να πρωταρχινίζει | ||
α' πληθ. | πρωταρχινίζουμε | πρωταρχινίζαμε | θα πρωταρχινίζουμε | να πρωταρχινίζουμε | ||
β' πληθ. | πρωταρχινίζετε | πρωταρχινίζατε | θα πρωταρχινίζετε | να πρωταρχινίζετε | πρωταρχινίζετε | |
γ' πληθ. | πρωταρχινίζουν(ε) | πρωταρχίνιζαν πρωταρχινίζαν(ε) |
θα πρωταρχινίζουν(ε) | να πρωταρχινίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πρωταρχίνισα | θα πρωταρχινίσω | να πρωταρχινίσω | πρωταρχινίσει | ||
β' ενικ. | πρωταρχίνισες | θα πρωταρχινίσεις | να πρωταρχινίσεις | πρωταρχίνισε | ||
γ' ενικ. | πρωταρχίνισε | θα πρωταρχινίσει | να πρωταρχινίσει | |||
α' πληθ. | πρωταρχινίσαμε | θα πρωταρχινίσουμε | να πρωταρχινίσουμε | |||
β' πληθ. | πρωταρχινίσατε | θα πρωταρχινίσετε | να πρωταρχινίσετε | πρωταρχινίστε | ||
γ' πληθ. | πρωταρχίνισαν πρωταρχινίσαν(ε) |
θα πρωταρχινίσουν(ε) | να πρωταρχινίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πρωταρχινίσει | είχα πρωταρχινίσει | θα έχω πρωταρχινίσει | να έχω πρωταρχινίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πρωταρχινίσει | είχες πρωταρχινίσει | θα έχεις πρωταρχινίσει | να έχεις πρωταρχινίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πρωταρχινίσει | είχε πρωταρχινίσει | θα έχει πρωταρχινίσει | να έχει πρωταρχινίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πρωταρχινίσει | είχαμε πρωταρχινίσει | θα έχουμε πρωταρχινίσει | να έχουμε πρωταρχινίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πρωταρχινίσει | είχατε πρωταρχινίσει | θα έχετε πρωταρχινίσει | να έχετε πρωταρχινίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πρωταρχινίσει | είχαν πρωταρχινίσει | θα έχουν πρωταρχινίσει | να έχουν πρωταρχινίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρωταρχινίζω
→ δείτε τη λέξη πρωταρχίζω |