τέτλαθι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
τέτλᾰθι
- (επικός τύπος ) γ' ενικό προστακτικής ενεργητικού παρακειμένου του ρήματος *τλάω
- «τέτλαθι δέ, κραδίη»
- «τέτλαθι, μῆτερ ἐμή, καὶ ἀνάσχεο κηδομένη περ» Υπόμεινε, μητέρα μου, και βάστα αν και θλιμμένη
Αναφορές[επεξεργασία]
- τέτλαθι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τέτλαθι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.