φουμέρνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
φουμέρνω
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του φουμάρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φουμέρνω
→ δείτε τη λέξη φουμάρω |