φραγκεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
φραγκεύω
- παλιότερη έκφραση για εκείνους που αρνούνταν την ορθόδοξη πίστη και επέλεγαν τον καθολικισμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φραγκεύω
|