ἀλαλάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀλαλάζω < ἀλαλαί

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀλαλάζω

  1. αλαλάζω, βγάζω πολεμική κραυγή
  2. φωνάζω δυνατά
  3. παράγω δυνατό ήχο