ἀτακτέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀτακτέω < ἄτακτος
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀτακτέω - ἀτακτῶ (συνηρημένο)
- παραμελώ τα καθήκοντά μου, φέρομαι άτακτα, απείθαρχα, δεν εκπληρώνω τις υποχρεώσεις μου
- δεν ακολουθώ το σωστό δρόμο, παρεκκλίνω, ζω άτακτη ζωή