ἀτακτέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀτακτέω < ἄτακτος


Ρήμα[επεξεργασία]

ἀτακτέω - ἀτακτῶ (συνηρημένο)

  1. παραμελώ τα καθήκοντά μου, φέρομαι άτακτα, απείθαρχα, δεν εκπληρώνω τις υποχρεώσεις μου
  2. δεν ακολουθώ το σωστό δρόμο, παρεκκλίνω, ζω άτακτη ζωή