ὅμορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ὅμορος, ος, όν
- που έχει κοινά όρια με έναν άλλο, κοινά σύνορα, ο γείτονας
- οἳ ὅμουροι κοτὲ ἦσαν τοῖσι νῦν Δωριεῦσι καλεομένοισι : που κάποτε ήταν γείτονες με εκείνους που αποκαλούνται Δωριείς (Ηρόδ. Ιστ. Βιβλίο 1ο, 57)
- γειτονικός, μεταξύ γειτόνων
- ὅμορος πόλεμος : πόλεμος μεταξύ γειτονικών κρατών
- (μεταφορικά) που μοιάζει, πλησιάζει, αλλά δεν ταυτίζεται
- εἰσὶ γὰρ καὶ περὶ ταὐτὰ καὶ ὅμοροι μέχρι τινός, ὥσπερ ὁ ἀνδρεῖος ὑπομενετικὸς κινδύνων καὶ ὁ θρασύς, ἀλλ᾽ ὃ μὲν...: γιατί τους ενδιαφέρουν τα ίδια και ως ένα σημείο γειτνιάζουν, όπως ο ανδρείος και θρασύς που υπομένουν και οι δυό τους κινδύνους, αλλά...(Αριστ. Ηθικά Ευδ. Βιβλίο 3ο, 1232α25)
- (μεταγενέστερο) στον πληθυντικό (τά ὅμορα): τα προάστια
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κατά το ὅμορον : σχετικά με τη μεθόριο (κατά τό ὅμορον διάφοροι : εδαφικές διεκδικήσεις στα σύνορα, μεθοριακές διαφορές)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὅμορος
- ο γείτονας, ο διπλανός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ὁμορέω (γειτονεύω, συνορεύω, γειτνιάζω)