ῥαχός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ῥαχός αρσενικό ( & ιωνικός τύποςῥηχός)

  1. ακανθώδης θάμνος, φράχτης από αγκάθια
  2. αμπελόκλημα, αμπελόβεργα