à-bon-droit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.bɔ̃.dʁwa/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
à-bon-droit (fr) αρσενικό
- το παραπάνω ποσό που αφήνει ένας πελάτης σαν πουρμπουάρ στον έμπορο για να τον ευχαριστήσει (για την εξυπηρέτηση, το φέρσιμο, κ.λπ.)