droit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

droit <

παλαιά γαλλική dreit < λατινική directus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dʁwa/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό droit droits
θηλυκό droite droites

droit (fr)

  1. ορθός, στητός, ευθυτενής, ίσιος
  2. τίμιος, ντόμπρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
droit droits

droit (fr) αρσενικό

Επίρρημα[επεξεργασία]

droit (fr)

  • ευθεία
    va tout droit - πήγαινε όλο ευθεία