droite

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
droite < θηλυκό του droit

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
droite droites

droite (fr) θηλυκό

  1. (πολιτική) η δεξιά
  2. (γεωμετρία) η ευθεία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

droite (fr) θηλυκό