équivoque

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

équivoque < λατινική aequivocus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ki.vɔk/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
équivoque équivoques

équivoque (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. διφορούμενος
  2. αμφιλεγόμενος
  3. αμφίσημος
  4. αμφίβολος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
équivoque équivoques

équivoque (fr) θηλυκό

  1. το διφορούμενο