αμφιλεγόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμφιλεγόμενος < μετοχή μέσου ενεστώτα του αρχαίου ρήματος ἀμφιλέγω
Προφορά
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]αμφιλεγόμενος, -η, -ο
- για κάποιον ή κάτι σχετικά με το(ν) οποίο υπάρχουν διαφωνίες, διαφορετικές ερμηνείες ή εκτιμήσεις
- αμφιλεγόμενη απόφαση / διαθήκη / ζήτημα / κριτική / μορφή / προσωπικότητα / φιγούρα
- αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο