Αμοργιανός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αμοργιανός οι Αμοργιανοί
      γενική του Αμοργιανού των Αμοργιανών
    αιτιατική τον Αμοργιανό τους Αμοργιανούς
     κλητική Αμοργιανέ Αμοργιανοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός - κλίση: ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.moɾ.ʝaˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐μορ‐για‐νός

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
Αμοργιανός < Αμοργ(ός) + -ιανός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Αμοργιανός αρσενικό (θηλυκό Αμοργιανή)

  1. (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από την Αμοργό
  2. (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από τους Αμοργιανούς Αιτωλοακαρνανίας

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
Αμοργιανός < πατριδωνυμικό Αμοργιανός

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Αμοργιανός αρσενικό (θηλυκό Αμοργιανού)

Μεταγραφές

[επεξεργασία]