Αμφισσαίος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αμφισσαίος, Ἀμφισσαῖος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αμφισσαίος οι Αμφισσαίοι
      γενική του Αμφισσαίου των Αμφισσαίων
    αιτιατική τον Αμφισσαίο τους Αμφισσαίους
     κλητική Αμφισσαίε Αμφισσαίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Αμφισσαίος < ελληνιστική κοινή Ἀμφισσαῖος. Μορφολογικά αναλύεται σε Άμφισσ(α) + -αίος.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aɱ.fiˈse.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αμ‐φισ‐σαί‐ος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Αμφισσαίος αρσενικό (θηλυκό Αμφισσαία)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Άμφισσα