Ανγκολέζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aŋ.goˈle.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αν‐γκο‐λέ‐ζος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ανγκολέζος αρσενικό (θηλυκό Ανγκολέζα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Ανγκόλα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Ανγκολέζος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κατάλογος χωρών, εδαφών και νομισμάτων, Διοργανικό εγχειρίδιο σύνταξης κειμένων (Κατάσταση στις 28.11.2021), Υπηρεσία Εκδόσεων ΕΕ.