Δαμασκηνός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Δαμασκηνός < δαμασκηνός < ελληνιστική κοινή δαμασκηνός < σημιτικής προέλευσης
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ða.ma.sciˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δα‐μα‐σκη‐νός
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Δαμασκηνός αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) που κατάγεται από τη Δαμασκό ή κατοικεί εκεί (θηλυκό Δαμασκηνή)
- (σπάνιο) ανδρικό όνομα
- ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Δαμασκηνού)
- οικισμός της Άνδρου
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη Δαμασκός
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταγραφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Δαμασκηνός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Σολωμός' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σημιτικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)