Μαυροκορδάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μαυροκορδάτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Μαυροκορδάτος. μαυρο- + Κορδάτος (δείτε και το μεσαιωνικό κόρδα)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ma.vɾo.koɾˈða.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μαυ‐ρο‐κορ‐δά‐τος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μαυροκορδάτος αρσενικό (θηλυκό Μαυροκορδάτου)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μαυροκορδάτος αρσενικό
- ανδρικό επώνυμο, δείτε και το νεοελληνικό Μαυροκορδάτος
Κατηγορίες:
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Μαυροκορδάτος' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με πρόθημα Μαυρο- (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -άτος (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με πρόθημα Μαυρο- (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)