Πομάκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πομάκος | οι | Πομάκοι |
γενική | του | Πομάκου | των | Πομάκων |
αιτιατική | τον | Πομάκο | τους | Πομάκους |
κλητική | Πομάκε | Πομάκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Πομάκος < (άμεσο δάνειο) βουλγαρική помаци (pomaci), ονομαστική πληθυντικού του помак < σλαβικής προέλευσης по̀мак
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πομάκος αρσενικό (θηλυκό Πομάκα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την πομακική μουσουλμανική πληθυσμιακή ομάδα, διασκορπισμένη μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας, Βόρειας Μακεδονίας, Τουρκίας και Αλβανίας, όπου μιλιέται η πομακική γλώσσα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Πομάκοι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βουλγαρικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βουλγαρικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)