άβολος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άβολος | η | άβολη | το | άβολο |
γενική | του | άβολου | της | άβολης | του | άβολου |
αιτιατική | τον | άβολο | την | άβολη | το | άβολο |
κλητική | άβολε | άβολη | άβολο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άβολοι | οι | άβολες | τα | άβολα |
γενική | των | άβολων | των | άβολων | των | άβολων |
αιτιατική | τους | άβολους | τις | άβολες | τα | άβολα |
κλητική | άβολοι | άβολες | άβολα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
άβολος, -η, -ο
- που δεν είναι βολικός
- αυτός ο καναπές είναι πολύ άβολος
- που δεν εξυπηρετεί
- δυστυχώς, το ωράριο της δουλειάς μου είναι πολύ άβολο
- δύστροπος, δύσκολος
- άβολος άνθρωπος
- (για πουλάρια) που δεν έχει αλλάξει ακόμη τα πρώτα (νεογιλά) δόντια του, ή που δεν αλλάζει πλέον δόντια, λόγω ηλικίας