άνδηρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άνδηρο | τα | άνδηρα |
γενική | του | ανδήρου & άνδηρου |
των | ανδήρων |
αιτιατική | το | άνδηρο | τα | άνδηρα |
κλητική | άνδηρο | άνδηρα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άνδηρο < αρχαία ελληνική ἄνδηρον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άνδηρο ουδέτερο
- ανάχωμα, πρόχωμα
- (αρχιτεκτονική) επίπεδη επιφάνεια (ταράτσα, λιακωτό κ.ά.) που δημιουργείται με προσχώσεις σε επικλινές έδαφος
- ※ Το διάσπαρτο αρχαίο υλικό καταγράφηκε, ώστε να αξιοποιηθεί στις εργασίες αναστήλωσης, ενώ μεταξύ των στόχων της μελέτης είναι να γίνει κατανοητή η κάτοψη του μνημείου, να γίνει προβολή των ανδήρων, της θεατρικότητας και της μνημειακότητας του ανακτόρου και να επισημανθεί διακριτικά η τρίτη διάσταση, η οποία θα αποδοθεί με την αποκατάσταση τεσσάρων κιόνων στο περιστύλιο της αυλής του Κτιρίου Ι και τριών ακόμα στη στοά του Προπύλου. (archaiologia.gr 17.5.2019)
- είδος τραπεζιού σε σχήμα Π, που χρησιμοποιείται σε τεκτονικά συμπόσια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άνδηρο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)