αγαθοπόνηρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αγαθοπόνηρος, -η, -ο
- αυτός που συμπεριφέρεται με καλοσύνη εκ του πονηρού
- αυτός που κάνει τον χαζό με πονηριά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγαθοπόνηρος
|