αγιάτρευτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγιάτρευτα < αγιάτρευτος
Επίρρημα[επεξεργασία]
αγιάτρευτα
- χωρίς γιατρειά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγιάτρευτα
|
αγιάτρευτα
|