αγιάτρευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αγιάτρευτος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να γιατρευτεί, να θεραπευτεί, που δεν υπάρχει φάρμακο γι' αυτόν, δεν υπάρχει γιατρειά
- ο καημός του ήταν αγιάτρευτος