αγχιστεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγχιστεία οι αγχιστείες
      γενική της αγχιστείας των αγχιστειών
    αιτιατική την αγχιστεία τις αγχιστείες
     κλητική αγχιστεία αγχιστείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγχιστεία < αρχαία ελληνική ἀγχιστεία < ἀγχιστεύω < ἄγχω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγχιστεία θηλυκό

  • η συγγενική σχέση που αποκτάται μέσω γάμου με τα μέλη της οικογένειας του/της συζύγου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]