αιματοβαμμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αιματοβαμμένος < αιματο- + βαμμένος[1], μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αιματοβάφω[2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ma.to.vaˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐μα‐το‐βαμ‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]αιματοβαμμένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που έχει βαφτεί ή περιλουστεί με αίμα
- που έχει προκαλέσει μεγάλες καταστροφές, μεγάλο αιματοκύλισμα
- (λογοτεχνικό) που είναι κατακόκκινος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]γεμάτος αίματα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αιματοβαμμένος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αιματοβαμμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .