αισθηματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αισθηματικός < αίσθημα + -ικός < αισθάνομαι ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά sentimental)
Επίθετο
[επεξεργασία]αισθηματικός -ή -ό
- που έχει σχέση με τα αισθήματα-συναισθήματα, ιδιαίτερα με τον έρωτα
- αισθηματική ιστορία, αισθηματικό μυθιστόρημα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αισθηματικά
- αισθηματικότητα
- αισθηματικώς
- αισθηματισμός
- → δείτε τις λέξεις αίσθημα και αίσθηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αισθηματικός